τραπεζιτικος

τραπεζιτικος
    τραπεζιτικός
    τρᾰπεζῑτικός
    3
    меняльный
    

τ. (sc. λόγος) (название 17-— й речи Лисия - против менялы Пасиона)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "τραπεζιτικος" в других словарях:

  • τραπεζιτικός — ή, ό / τραπεζιτικός, ή, ον, ΝΑ [τραπεζίτης] τραπεζικός (α. «τραπεζιτική επιταγή» β. «Τραπεζιτικός τοῦ Ἰσοκράτους» τίτλος τού 17ου λόγου τού Ισοκράτους γ. «ἡ τραπεζιτική στοά» το περιστύλιο τών τραπεζιτών) αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ τραπεζιτικόν.… …   Dictionary of Greek

  • τραπεζιτικός — τραπεζῑτικός , τραπεζιτικός of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραπεζιτικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με τραπεζίτη ή τράπεζα: Τραπεζιτική επιταγή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τραπεζιτικῶν — τραπεζῑτικῶν , τραπεζιτικός of fem gen pl τραπεζῑτικῶν , τραπεζιτικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραπεζιτικόν — τραπεζῑτικόν , τραπεζιτικός of masc acc sg τραπεζῑτικόν , τραπεζιτικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισοκράτης — (Αθήνα 436 – 338 π.Χ.). Αθηναίος ρήτορας. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια του δήμου Ερχιάς (κοντά στα σημερινά Σπάτα), όπου ο πατέρας του είχε εργαστήριο κατασκευής αυλών. Δέχτηκε επιμελημένη αγωγή, αποφασιστικός σταθμός της οποίας υπήρξε η… …   Dictionary of Greek

  • ισοκρατής — (Αθήνα 436 – 338 π.Χ.). Αθηναίος ρήτορας. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια του δήμου Ερχιάς (κοντά στα σημερινά Σπάτα), όπου ο πατέρας του είχε εργαστήριο κατασκευής αυλών. Δέχτηκε επιμελημένη αγωγή, αποφασιστικός σταθμός της οποίας υπήρξε η… …   Dictionary of Greek

  • τραπεζιτικοῖς — τραπεζῑτικοῖς , τραπεζιτικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραπεζιτικοῦ — τραπεζῑτικοῦ , τραπεζιτικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραπεζιτικάς — τραπεζῑτικά̱ς , τραπεζιτικός of fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραπεζιτικῆς — τραπεζῑτικῆς , τραπεζιτικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»